- ἀποπλευστέον
- ἀποπλευστέον,A one must sail away, Ar.Fr.142.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποπλευστέ' — ἀποπλευστέα , ἀποπλευστέον one must sail away neut nom/voc/acc pl ἀποπλευστέε , ἀποπλευστέον one must sail away masc voc sg ἀποπλευστέαι , ἀποπλευστέον one must sail away fem nom/voc pl ἀποπλευστέᾱͅ , ἀποπλευστέον one must sail away fem dat sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)